παρατρωπώ

παρατρωπώ
-άω, Α
(επι. τ.)
1. μετατρέπω τη γνώμη κάποιου, τόν κάνω να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω κάποιον
2. (σχετικά με θεούς) εξιλεώνω, εξευμενίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τρωπῶ, επιτατ. τ. τού τρέπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”